φουσκάλα

φουσκάλα
η, Ν
φλύκταινα, φυσαλλίδα στο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φούσκα (Ι) + κατάλ. -άλα (πρβλ. ψιχ-άλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουσκάλα — η 1. φλύκταινα (βλ. λ.). 2. φυσαλίδα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυσαλίς — καυσαλίς, ἡ (Α) φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς*, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω] …   Dictionary of Greek

  • ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] …   Dictionary of Greek

  • φουσκαλίδα — η, Ν μικρή φουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκάλα + κατάλ. ίδα (πρβλ. πεταλ ίδα) ή, κατ άλλη άποψη, < φούσκα + φυσαλλίδα με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • αγελαδόπονος — και γελαδόπονος, ο πόνος που παρουσιάζεται στα χείλη, τα σαγόνια ή άλλο μέρος τού προσώπου εκείνου, ο οποίος φυσάει με το στόμα του για να γδάρει σφαγμένη αγελάδα που προσβλήθηκε από χαμοδράκι ο πόνος αυτός προκαλεί φλύκταινα (φουσκάλα), που… …   Dictionary of Greek

  • αιθολικώδης — αἰθολικώδης, ες (Α) [αἰθόλιξ] αυτός που έχει αιθόλικα, φουσκάλα …   Dictionary of Greek

  • αιθόλιξ — αἰθόλιξ ( ικος), η (Α) φουσκάλα από έγκαυμα, φλύκταινα, καψοφουσκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω. με θεματ. παρέκταση λ πρβλ. επίσης αἰθάλη, αἴθαλος το τέρμα τής λ. ολ ιξ προήλθε πιθ. από επίδραση τής λ. πομφόλυξ «φυσσαλίδα», με την οποία είναι συγγενής… …   Dictionary of Greek

  • εξανάδοσις — ἐξανάδοσις, η (Α) [εξαναδίδωμι] εξάνθημα, φυσαλλίδα, φουσκάλα …   Dictionary of Greek

  • επιφλυκταινούμαι — ἐπιφλυκταινοῡμαι, όομαι (Α) έχω φλύκταινες, φουσκάλες, εξανθήματα στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλυκταινούμαι (< φλύκταινα «φουσκάλα εξάνθημα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”